Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
View word page
περιφρουρέω
περιφρουρέω fut. ήσω to guard all round, blockade closely:—Pass., Thuc.

ShortDef

to guard all round, blockade closely

Debugging

Headword:
περιφρουρέω
Headword (normalized):
περιφρουρέω
Headword (normalized/stripped):
περιφρουρεω
IDX:
25967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25996
Key:
perifroure/w

Data

{'content': 'περιφρουρέω\n fut. ήσω\n to guard all round, blockade closely:—Pass., Thuc.', 'key': 'perifroure/w'}