Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
View word page
περιφρονέω
περιφρονέω fut. ήσω to compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar. to overlook, to contemn, despise, Thuc.
ShortDef
to compass in thought, speculate about
Debugging
Headword:
περιφρονέω
Headword (normalized):
περιφρονέω
Headword (normalized/stripped):
περιφρονεω
IDX:
25965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25994
Key:
perifrone/w
Data
{'content': 'περιφρονέω\n fut. ήσω\n to compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.\n to overlook, to contemn, despise, Thuc.', 'key': 'perifrone/w'}