Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
View word page
περιφράζομαι
περιφράζομαι Mid. to think or consider about a thing, c. acc., Od.

ShortDef

to think

Debugging

Headword:
περιφράζομαι
Headword (normalized):
περιφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφραζομαι
IDX:
25962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25991
Key:
perifra/zomai

Data

{'content': 'περιφράζομαι\n Mid. to think or consider about a thing, c. acc., Od.', 'key': 'perifra/zomai'}