Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
View word page
περίφραγμα
περίφραγμα περίφραγμα, ατος, τό, περιφράσσω an enclosure, Strab.
ShortDef
an enclosure
Debugging
Headword:
περίφραγμα
Headword (normalized):
περίφραγμα
Headword (normalized/stripped):
περιφραγμα
IDX:
25960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25989
Key:
peri/fragma
Data
{'content': 'περίφραγμα\n περίφραγμα, ατος, τό,\n περιφράσσω\n an enclosure, Strab.', 'key': 'peri/fragma'}