Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
View word page
περιφορητός
περιφορητός , ον, able to be carried about, portable, Hdt. notorious, infamous, Plut.

ShortDef

portable; notorious

Debugging

Headword:
περιφορητός
Headword (normalized):
περιφορητός
Headword (normalized/stripped):
περιφορητος
IDX:
25959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25988
Key:
perifo/rhtos

Data

{'content': 'περιφορητός\n , ον,\n able to be carried about, portable, Hdt.\n notorious, infamous, Plut.', 'key': 'perifo/rhtos'}