Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
View word page
περίφοβος
περίφοβος περί-φοβος, ον, in great fear, exceeding fearful, Thuc., Xen.; τινος of a thing, Plat.

ShortDef

in great fear, exceeding fearful

Debugging

Headword:
περίφοβος
Headword (normalized):
περίφοβος
Headword (normalized/stripped):
περιφοβος
IDX:
25955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25984
Key:
peri/fobos

Data

{'content': 'περίφοβος\n περί-φοβος, ον,\n in great fear, exceeding fearful, Thuc., Xen.; τινος of a thing, Plat.', 'key': 'peri/fobos'}