Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
View word page
περιφοβέω
περιφοβέω Mid.-Pass. to fear greatly, Xen. from περίφοβος
ShortDef
terrify, scare
Debugging
Headword:
περιφοβέω
Headword (normalized):
περιφοβέω
Headword (normalized/stripped):
περιφοβεω
IDX:
25954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25983
Key:
perifobe/omai
Data
{'content': 'περιφοβέω\n Mid.-Pass. to fear greatly, Xen.\n from περίφοβος', 'key': 'perifobe/omai'}