Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
View word page
περιφλέγω
περιφλέγω fut. ξω to burn all round, Plut.

ShortDef

to burn all round

Debugging

Headword:
περιφλέγω
Headword (normalized):
περιφλέγω
Headword (normalized/stripped):
περιφλεγω
IDX:
25951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25980
Key:
perifle/gw

Data

{'content': 'περιφλέγω\n fut. ξω\n to burn all round, Plut.', 'key': 'perifle/gw'}