Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφορητός
View word page
περιφεύγω
περιφεύγω fut. -φεύξομαι to flee from, escape from, c. acc., Il.; ψάμμος ἀριθμὸν π. the sand mocks thy numbering, Pind.:—absol. to escape from illness, Dem.

ShortDef

to flee from, escape from

Debugging

Headword:
περιφεύγω
Headword (normalized):
περιφεύγω
Headword (normalized/stripped):
περιφευγω
IDX:
25949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25978
Key:
perifeu/gw

Data

{'content': 'περιφεύγω\n fut. -φεύξομαι\n to flee from, escape from, c. acc., Il.; ψάμμος ἀριθμὸν π. the sand mocks thy numbering, Pind.:—absol. to escape from illness, Dem.', 'key': 'perifeu/gw'}