Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
View word page
περιφερόγραμμος
περιφερόγραμμος περιφερό-γραμμος, ον, bounded by a circular line, Strab.
ShortDef
bounded by a circular line
Debugging
Headword:
περιφερόγραμμος
Headword (normalized):
περιφερόγραμμος
Headword (normalized/stripped):
περιφερογραμμος
IDX:
25947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25976
Key:
perifero/grammos
Data
{'content': 'περιφερόγραμμος\n περιφερό-γραμμος, ον,\n bounded by a circular line, Strab.', 'key': 'perifero/grammos'}