Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλεύω
περίφλοιος
περιφοβέω
View word page
περιφείδομαι
περιφείδομαι Dep. to spare and save, c. gen., Theocr.

ShortDef

to spare and save

Debugging

Headword:
περιφείδομαι
Headword (normalized):
περιφείδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφειδομαι
IDX:
25944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25973
Key:
perifei/domai

Data

{'content': 'περιφείδομαι\n Dep. to spare and save, c. gen., Theocr.', 'key': 'perifei/domai'}