Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφλεγής
περιφλέγω
View word page
περιφάνεια
περιφάνεια περιφάνεια (φᾰ), ἡ, a being seen all round: conspicuousness, notoriety, πολλὴ π. τῆς χώρης ἐστί it is thoroughly known, Hdt.; διὰ τὴν π. τῶν ἀδικημάτων Dem. from περιφᾰνής

ShortDef

a being seen all round: conspicuousness, notoriety

Debugging

Headword:
περιφάνεια
Headword (normalized):
περιφάνεια
Headword (normalized/stripped):
περιφανεια
IDX:
25941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25970
Key:
perifa/neia

Data

{'content': 'περιφάνεια\n περιφάνεια (φᾰ), ἡ,\n a being seen all round: conspicuousness, notoriety, πολλὴ π. τῆς χώρης ἐστί it is thoroughly known, Hdt.; διὰ τὴν π. τῶν ἀδικημάτων Dem.\n from περιφᾰνής', 'key': 'perifa/neia'}