περιφαίνομαι
            
          
          περιφαίνομαι
 Pass. to be visible all round, of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.
          {
  "content": "περιφαίνομαι\n Pass. to be visible all round, of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.",
  "key": "perifai/nomai"
}