Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
View word page
περιυβρίζω
περιυβρίζω fut. ίσω to treat very ill, to insult wantonly, Hdt., Ar.:—Pass. to be so treated, Hdt.

ShortDef

to treat very ill, to insult wantonly

Debugging

Headword:
περιυβρίζω
Headword (normalized):
περιυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιυβριζω
IDX:
25939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25968
Key:
periubri/zw

Data

{'content': 'περιυβρίζω\n fut. ίσω\n to treat very ill, to insult wantonly, Hdt., Ar.:—Pass. to be so treated, Hdt.', 'key': 'periubri/zw'}