περιτυγχάνω
περιτυγχάνω
fut. -τεύξομαι
aor2 -έτυχον
perf. -τετύχηκα
to light upon, fall in with, meet with, a person or thing, c. dat., Thuc., etc.: absol., Thuc.
of events, περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά the accident happens to, befals me, Thuc.