Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
View word page
περιτυγχάνω
περιτυγχάνω fut. -τεύξομαι aor2 -έτυχον perf. -τετύχηκα to light upon, fall in with, meet with, a person or thing, c. dat., Thuc., etc.: absol., Thuc. of events, περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά the accident happens to, befals me, Thuc.

ShortDef

to light upon, fall in with, meet with

Debugging

Headword:
περιτυγχάνω
Headword (normalized):
περιτυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
περιτυγχανω
IDX:
25937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25966
Key:
peritugxa/nw

Data

{'content': 'περιτυγχάνω\n fut. -τεύξομαι\n aor2 -έτυχον\n perf. -τετύχηκα\n to light upon, fall in with, meet with, a person or thing, c. dat., Thuc., etc.: absol., Thuc.\n of events, περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά the accident happens to, befals me, Thuc.', 'key': 'peritugxa/nw'}