Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
View word page
περιτρώγω
περιτρώγω fut. -τρώξομαι aor2 -έτραγον to gnaw round about, nibble off, purloin, Ar.:—metaph. to carp at, τινά Ar.
ShortDef
to gnaw round about, nibble off, purloin
Debugging
Headword:
περιτρώγω
Headword (normalized):
περιτρώγω
Headword (normalized/stripped):
περιτρωγω
IDX:
25936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25965
Key:
peritrw/gw
Data
{'content': 'περιτρώγω\n fut. -τρώξομαι\n aor2 -έτραγον\n to gnaw round about, nibble off, purloin, Ar.:—metaph. to carp at, τινά Ar.', 'key': 'peritrw/gw'}