Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περιφείδομαι
View word page
περιτροχάω
περιτροχάω collat. form of περιτρέχω, Anth.

ShortDef

run around

Debugging

Headword:
περιτροχάω
Headword (normalized):
περιτροχάω
Headword (normalized/stripped):
περιτροχαω
IDX:
25934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25963
Key:
peritroxa/w

Data

{'content': 'περιτροχάω\n collat. form of περιτρέχω, Anth.', 'key': 'peritroxa/w'}