περιτρόχαλος
περιτρόχαλος
περι-τρόχᾰλος, ον,
= περίτροχος
neut. pl. as adv., περιτρόχαλα κείρεσθαι to have oneʼs hair clipt all round, Hdt.
{
"content": "περιτρόχαλος\n περι-τρόχᾰλος, ον,\n = περίτροχος\n neut. pl. as adv., περιτρόχαλα κείρεσθαι to have oneʼs hair clipt all round, Hdt.",
"key": "peritro/xalos"
}