Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
View word page
περιτροπή
περιτροπή περιτροπή, ἡ, περιτρέπω a turning round, revolution, circuit, Plat. a turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.
ShortDef
a turning round, revolution, circuit
Debugging
Headword:
περιτροπή
Headword (normalized):
περιτροπή
Headword (normalized/stripped):
περιτροπη
IDX:
25932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25961
Key:
peritroph/
Data
{'content': 'περιτροπή\n περιτροπή, ἡ,\n περιτρέπω\n a turning round, revolution, circuit, Plat.\n a turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.', 'key': 'peritroph/'}