Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
View word page
περιτροπέω
περιτροπέω Epic form of περιτρέπω intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il. trans. to gather from all round, πολλὰ μῆλα περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od.; περιτροπέων φῦλʼ ἀνθρώπων driving about, perplexing them, Hhymn.

ShortDef

a revolving

Debugging

Headword:
περιτροπέω
Headword (normalized):
περιτροπέω
Headword (normalized/stripped):
περιτροπεω
IDX:
25931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25960
Key:
peritrope/w

Data

{'content': 'περιτροπέω\n Epic form of περιτρέπω\n intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.\n trans. to gather from all round, πολλὰ μῆλα περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od.; περιτροπέων φῦλʼ ἀνθρώπων driving about, perplexing them, Hhymn.', 'key': 'peritrope/w'}