Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
περιφαίνομαι
View word page
περιτρομέω
περιτρομέω = περιτρέμω Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.

ShortDef

all

Debugging

Headword:
περιτρομέω
Headword (normalized):
περιτρομέω
Headword (normalized/stripped):
περιτρομεω
IDX:
25930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25959
Key:
peritrome/w

Data

{'content': 'περιτρομέω\n = περιτρέμω\n Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.', 'key': 'peritrome/w'}