Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιτυγχάνω
περιτύμβιος
περιυβρίζω
View word page
περίτριμμα
περίτριμμα περί-τριμμα, ατος, τό, anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.; π. ἀγορᾶς Dem.

ShortDef

anything worn smooth by rubbing

Debugging

Headword:
περίτριμμα
Headword (normalized):
περίτριμμα
Headword (normalized/stripped):
περιτριμμα
IDX:
25929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25958
Key:
peri/trimma

Data

{'content': 'περίτριμμα\n περί-τριμμα, ατος, τό,\n anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.; π. ἀγορᾶς Dem.', 'key': 'peri/trimma'}