Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
View word page
περιτρέφω
περιτρέφω Mid.-Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.

ShortDef

cause, make to congeal around

Debugging

Headword:
περιτρέφω
Headword (normalized):
περιτρέφω
Headword (normalized/stripped):
περιτρεφω
IDX:
25926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25955
Key:
peritre/fomai

Data

{'content': 'περιτρέφω\n Mid.-Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.', 'key': 'peritre/fomai'}