Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
περιτρόχαλος
περιτροχάω
View word page
περιτοξεύω
περιτοξεύω fut. σω to overshoot, outshoot, τινά Ar.

ShortDef

to overshoot, outshoot

Debugging

Headword:
περιτοξεύω
Headword (normalized):
περιτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
περιτοξευω
IDX:
25924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25953
Key:
peritoceu/w

Data

{'content': 'περιτοξεύω\n fut. σω\n to overshoot, outshoot, τινά Ar.', 'key': 'peritoceu/w'}