Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
περιτροπή
View word page
περιτομή
περιτομή περιτομή, ἡ, περιτέμνω circumcision, NTest.
ShortDef
circumcision
Debugging
Headword:
περιτομή
Headword (normalized):
περιτομή
Headword (normalized/stripped):
περιτομη
IDX:
25922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25951
Key:
peritomh/
Data
{'content': 'περιτομή\n περιτομή, ἡ,\n περιτέμνω\n circumcision, NTest.', 'key': 'peritomh/'}