Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
περιτροπέω
View word page
περίτμημα
περίτμημα περίτμημα, ατος, τό, περιτέμνω a slice, shaving, Plat.
ShortDef
a slice, shaving
Debugging
Headword:
περίτμημα
Headword (normalized):
περίτμημα
Headword (normalized/stripped):
περιτμημα
IDX:
25921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25950
Key:
peri/tmhma
Data
{'content': 'περίτμημα\n περίτμημα, ατος, τό,\n περιτέμνω\n a slice, shaving, Plat.', 'key': 'peri/tmhma'}