Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτριμμα
περιτρομέω
View word page
περιτιταίνω
περιτιταίνω aor1 part. -τιτήνας to stretch round about, Il.
ShortDef
to stretch round about
Debugging
Headword:
περιτιταίνω
Headword (normalized):
περιτιταίνω
Headword (normalized/stripped):
περιτιταινω
IDX:
25920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25949
Key:
perititai/nw
Data
{'content': 'περιτιταίνω\n aor1 part. -τιτήνας\n to stretch round about, Il.', 'key': 'perititai/nw'}