Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
View word page
περιτίθημι
περιτίθημι fut. -θήσω aor1 περιέθηκα aor2 imperat. περίθες to place round, Od.; περιτιθέναι τί τινι Hdt.:—Mid. to put round oneself, put on, Hom., Eur. metaph., like περιβάλλω, to bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην Hdt., Thuc.; so, π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι to put the Median yoke round their necks, Thuc.

ShortDef

to place round

Debugging

Headword:
περιτίθημι
Headword (normalized):
περιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
περιτιθημι
IDX:
25917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25946
Key:
periti/qhmi

Data

{'content': 'περιτίθημι\n fut. -θήσω\n aor1 περιέθηκα\n aor2 imperat. περίθες\n to place round, Od.; περιτιθέναι τί τινι Hdt.:—Mid. to put round oneself, put on, Hom., Eur.\n metaph., like περιβάλλω, to bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην Hdt., Thuc.; so, π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι to put the Median yoke round their necks, Thuc.', 'key': 'periti/qhmi'}