Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
περιτρέφω
View word page
περιτέχνησις
περιτέχνησις περι-τέχνησις, εως, τεχνάομαι extraordinary art or cunning, Thuc.
ShortDef
extraordinary art
Debugging
Headword:
περιτέχνησις
Headword (normalized):
περιτέχνησις
Headword (normalized/stripped):
περιτεχνησις
IDX:
25916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25945
Key:
perite/xnhsis
Data
{'content': 'περιτέχνησις\n περι-τέχνησις, εως,\n τεχνάομαι\n extraordinary art or cunning, Thuc.', 'key': 'perite/xnhsis'}