Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτρέπω
View word page
περιτέρμων
περιτέρμων περι-τέρμων, ον, τέρμα bounded all round, Anth.
ShortDef
bounded all round
Debugging
Headword:
περιτέρμων
Headword (normalized):
περιτέρμων
Headword (normalized/stripped):
περιτερμων
IDX:
25915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25944
Key:
perite/rmwn
Data
{'content': 'περιτέρμων\n περι-τέρμων, ον,\n τέρμα\n bounded all round, Anth.', 'key': 'perite/rmwn'}