Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
περίτομος
View word page
περιτέλλομαι
περιτέλλομαι only in part., Pass. to go or come round, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round again, Od.; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.; so, περιτελλομέναις ὥραις Soph.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
περιτέλλομαι
Headword (normalized):
περιτέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτελλομαι
IDX:
25913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25942
Key:
perite/llomai

Data

{'content': 'περιτέλλομαι\n only in part., Pass.\n to go or come round, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round again, Od.; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.; so, περιτελλομέναις ὥραις Soph.', 'key': 'perite/llomai'}