Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
περιτομή
View word page
περιτελέω
περιτελέω fut. έσω to finish all round or completely: Pass., περὶ δʼ ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.
ShortDef
to finish all round
Debugging
Headword:
περιτελέω
Headword (normalized):
περιτελέω
Headword (normalized/stripped):
περιτελεω
IDX:
25912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25941
Key:
peritele/w
Data
{'content': 'περιτελέω\n fut. έσω\n to finish all round or completely: Pass., περὶ δʼ ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.', 'key': 'peritele/w'}