Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτιταίνω
περίτμημα
View word page
περιτελέθω
περιτελέθω to grow around, Hes.

ShortDef

to grow around

Debugging

Headword:
περιτελέθω
Headword (normalized):
περιτελέθω
Headword (normalized/stripped):
περιτελεθω
IDX:
25911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25940
Key:
peritele/qw

Data

{'content': 'περιτελέθω\n to grow around, Hes.', 'key': 'peritele/qw'}