Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
View word page
περιτείχισμα
περιτείχισμα περιτείχισμα, ατος, τό, a wall of circumvallation, Thuc.
ShortDef
a wall of circumvallation
Debugging
Headword:
περιτείχισμα
Headword (normalized):
περιτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
περιτειχισμα
IDX:
25909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25938
Key:
peritei/xisma
Data
{'content': 'περιτείχισμα\n περιτείχισμα, ατος, τό,\n a wall of circumvallation, Thuc.', 'key': 'peritei/xisma'}