περιτείχισμα
περιτείχισμα
περιτείχισμα, ατος, τό,
a wall of circumvallation, Thuc.
{
"content": "περιτείχισμα\n περιτείχισμα, ατος, τό,\n a wall of circumvallation, Thuc.",
"key": "peritei/xisma"
}