Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
περιτίθημι
View word page
περισφύριος
περισφύριος περισφύριος (ῠ), ον, σφῠρόν round the ankle, Anth. as Subst.
ShortDef
round the ankle
Debugging
Headword:
περισφύριος
Headword (normalized):
περισφύριος
Headword (normalized/stripped):
περισφυριος
IDX:
25907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25936
Key:
perisfu/rios
Data
{'content': 'περισφύριος\n περισφύριος (ῠ), ον,\n σφῠρόν\n round the ankle, Anth.\n as Subst.', 'key': 'perisfu/rios'}