Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέρμων
περιτέχνησις
View word page
περιτειχίζω
περιτειχίζω fut. σω to wall all round, πλίνθοις Βαβυλῶνα Ar. to surround with a wall, so as to beleaguer, Thuc. to build round, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος Xen.

ShortDef

to wall all round

Debugging

Headword:
περιτειχίζω
Headword (normalized):
περιτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
περιτειχιζω
IDX:
25906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25935
Key:
periteixi/zw

Data

{'content': 'περιτειχίζω\n fut. σω\n to wall all round, πλίνθοις Βαβυλῶνα Ar.\n to surround with a wall, so as to beleaguer, Thuc.\n to build round, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος Xen.', 'key': 'periteixi/zw'}