Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
View word page
περιταφρεύω
περιταφρεύω to surround with a trench, Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched ground, Xen.

ShortDef

to surround with a trench

Debugging

Headword:
περιταφρεύω
Headword (normalized):
περιταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
περιταφρευω
IDX:
25904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25933
Key:
peritafreu/w

Data

{'content': 'περιταφρεύω\n to surround with a trench, Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched ground, Xen.', 'key': 'peritafreu/w'}