Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέθω
περιτελέω
View word page
περισχοινίζω
περισχοινίζω fut. σω σχοῖνος to part off by a rope: — Mid., of the Areopagitic Council, to part itself off by a rope from the audience, Dem.

ShortDef

to part off by a rope

Debugging

Headword:
περισχοινίζω
Headword (normalized):
περισχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
περισχοινιζω
IDX:
25902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25931
Key:
perisxoini/zw

Data

{'content': 'περισχοινίζω\n fut. σω\n σχοῖνος\n to part off by a rope: — Mid., of the Areopagitic Council, to part itself off by a rope from the audience, Dem.', 'key': 'perisxoini/zw'}