Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
View word page
περισφύριον
περισφύριον περισφύριον, ου, τό, a band for the ankle, anklet, Hdt., Anth.

ShortDef

a band for the ankle, anklet

Debugging

Headword:
περισφύριον
Headword (normalized):
περισφύριον
Headword (normalized/stripped):
περισφυριον
IDX:
25900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25929
Key:
perisfu/rion

Data

{'content': 'περισφύριον\n περισφύριον, ου, τό,\n a band for the ankle, anklet, Hdt., Anth.', 'key': 'perisfu/rion'}