Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
περιτείχισμα
View word page
περισύρω
περισύρω fut. -συρῶ to drag about, ἄνω καὶ κάτω Luc. to tear away from, τί τινος Polyb.
ShortDef
to drag about
Debugging
Headword:
περισύρω
Headword (normalized):
περισύρω
Headword (normalized/stripped):
περισυρω
IDX:
25899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25928
Key:
perisu/rw
Data
{'content': 'περισύρω\n fut. -συρῶ\n to drag about, ἄνω καὶ κάτω Luc.\n to tear away from, τί τινος Polyb.', 'key': 'perisu/rw'}