Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περισφύριος
περιτείχισις
View word page
περισυλάω
περισυλάω Pass., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν to be stripped of oneʼs property, Plat.

ShortDef

strip off all round

Debugging

Headword:
περισυλάω
Headword (normalized):
περισυλάω
Headword (normalized/stripped):
περισυλαω
IDX:
25898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25927
Key:
perisula/omai

Data

{'content': 'περισυλάω\n Pass., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν to be stripped of oneʼs property, Plat.', 'key': 'perisula/omai'}