Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
περισφύριον
περισχίζω
περισχοινίζω
περισῴζω
View word page
περιστρατοπεδεύω
περιστρατοπεδεύω Act. and mid. to encamp about, invest, absol. or c. acc., Xen.:—the Act. in later writers, Polyb., Plut., etc.

ShortDef

encamp about, invest, besiege

Debugging

Headword:
περιστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
περιστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
περιστρατοπεδευω
IDX:
25893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25922
Key:
peristratopedeu/omai

Data

{'content': 'περιστρατοπεδεύω\n Act. and mid. to encamp about, invest, absol. or c. acc., Xen.:—the Act. in later writers, Polyb., Plut., etc.', 'key': 'peristratopedeu/omai'}