Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάω
περίστυλος
περισυλάω
περισύρω
View word page
περιστίζω
περιστίζω fut. ξω to prick or dot all round, περιέστιξε τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος she stuck the wall all round with breasts, Hdt.; and so, περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλούς having set them at equal distance round the pails, Hdt.

ShortDef

to prick

Debugging

Headword:
περιστίζω
Headword (normalized):
περιστίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστιζω
IDX:
25889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25918
Key:
peristi/zw

Data

{'content': 'περιστίζω\n fut. ξω\n to prick or dot all round, περιέστιξε τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος she stuck the wall all round with breasts, Hdt.; and so, περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλούς having set them at equal distance round the pails, Hdt.', 'key': 'peristi/zw'}