Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
View word page
περιστερεών
περιστερεών from περιστερά περιστερεών, ῶνος, ὁ, a dovecote, Plat.: περιστερῶν, Aesop.
ShortDef
a dovecote
Debugging
Headword:
περιστερεών
Headword (normalized):
περιστερεών
Headword (normalized/stripped):
περιστερεων
IDX:
25885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25914
Key:
peristerew/n
Data
{'content': 'περιστερεών\n from περιστερά\n περιστερεών, ῶνος, ὁ,\n a dovecote, Plat.: περιστερῶν, Aesop.', 'key': 'peristerew/n'}