Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστρατοπεδεύω
View word page
περιστένω
περιστένω to make narrow, compress: Pass., περιστένεται δέ τε γαστήρ, of wolves, Il. to sound round about, c. acc., Hhymn. to bemoan, Luc.
ShortDef
to make narrow, compress
moan about
Debugging
Headword:
περιστένω
Headword (normalized):
περιστένω
Headword (normalized/stripped):
περιστενω
IDX:
25883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25912
Key:
periste/nw
Data
{'content': 'περιστένω\n to make narrow, compress: Pass., περιστένεται δέ τε γαστήρ, of wolves, Il.\n to sound round about, c. acc., Hhymn.\n to bemoan, Luc.', 'key': 'periste/nw'}