Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζω
View word page
περιστενάζω
περιστενάζω Mid. to lament vehemently, Plut.

ShortDef

lament round

Debugging

Headword:
περιστενάζω
Headword (normalized):
περιστενάζω
Headword (normalized/stripped):
περιστεναζω
IDX:
25881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25910
Key:
peristena/zomai

Data

{'content': 'περιστενάζω\n Mid. to lament vehemently, Plut.', 'key': 'peristena/zomai'}