Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
View word page
περιστείχω
περιστείχω aor1 part. περίστειξας to go round about, c. acc., Od.
ShortDef
to go round about
Debugging
Headword:
περιστείχω
Headword (normalized):
περιστείχω
Headword (normalized/stripped):
περιστειχω
IDX:
25879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25908
Key:
peristei/xw
Data
{'content': 'περιστείχω\n aor1 part. περίστειξας\n to go round about, c. acc., Od.', 'key': 'peristei/xw'}