Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
View word page
περισταυρόω
περισταυρόω fut. ώσω to fence about with a palisade, to entrench, Thuc.:—Mid., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Xen.
ShortDef
to fence about with a palisade, to entrench
Debugging
Headword:
περισταυρόω
Headword (normalized):
περισταυρόω
Headword (normalized/stripped):
περισταυροω
IDX:
25878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25907
Key:
peristauro/w
Data
{'content': 'περισταυρόω\n fut. ώσω\n to fence about with a palisade, to entrench, Thuc.:—Mid., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Xen.', 'key': 'peristauro/w'}