Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστερά
περιστερεών
περιστεφανόω
View word page
περίστασις
περίστασις περίστᾰσις, εως, περιστῆναι a standing round, a crowd standing round, Lat. corona, Theophr., etc. circumstances, a state of affairs, Polyb.:—in bad sense, κατὰ τὰς π. in critical times, Polyb. outward pomp and circumstance, Polyb.

ShortDef

a standing round, a crowd standing round

Debugging

Headword:
περίστασις
Headword (normalized):
περίστασις
Headword (normalized/stripped):
περιστασις
IDX:
25876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25905
Key:
peri/stasis

Data

{'content': 'περίστασις\n περίστᾰσις, εως,\n περιστῆναι\n a standing round, a crowd standing round, Lat. corona, Theophr., etc.\n circumstances, a state of affairs, Polyb.:—in bad sense, κατὰ τὰς π. in critical times, Polyb.\n outward pomp and circumstance, Polyb.', 'key': 'peri/stasis'}