Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
View word page
περισσῶς
περισσῶς v. περισσός B.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισσῶς
Headword (normalized):
περισσῶς
Headword (normalized/stripped):
περισσως
IDX:
25873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25902
Key:
perissw=s

Data

{'content': 'περισσῶς\n v. περισσός B.', 'key': 'perissw=s'}